- μπριόλιος
- μπριόλιος και πριόλιος, ὁ (Μ)βλ. μπριόλιν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπριόλιν — μπριόλιν, τὸ, και μπριόλιος και πριόλιος, ὁ (Μ) ναυτ. σχοινί που χρησιμοποιούνταν για τη συστολή τών ιστίων τού καραβιού, συστολέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. broglio «κίνηση πλοίου, ιστιονομία»] … Dictionary of Greek